συνοδιαρχικός

συνοδιαρχικός
-ή, -όν, Α [συνοδιάρχης]
1. αυτός που αναφέρεται σε σύνοδο τού Ηλίου και τής Σελήνης
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύνοδο, σε συνέλευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”